- εξαπλάσιος
- α, ο[ν] шестикратный; в шесть раз больший
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἑξαπλάσιος — six times as large as masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εξαπλάσιος — α, ο (Α ἑξαπλάσιος, ία, ον και ιων. τ. έξαπλήσιος, ίη, ον) αυτός που είναι έξι φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος αρχ. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐξαπλάσιον ποσότητα εξαπλάσια («ἑξαπλάσιον κηροῡ», Ορειβασ.) … Dictionary of Greek
εξαπλάσιος — α, ο επίρρ. α ο μεγαλύτερος ή περισσότερος από άλλον έξι φορές … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἑξαπλασίων — ἑξαπλάσιος six times as large as fem gen pl ἑξαπλάσιος six times as large as masc/neut gen pl ἑξαπλασίων masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλάσιον — ἑξαπλάσιος six times as large as masc acc sg ἑξαπλάσιος six times as large as neut nom/voc/acc sg ἑξαπλασίων masc/fem voc sg ἑξαπλασίων neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλήσιον — ἑξαπλάσιος six times as large as masc acc sg (ionic) ἑξαπλάσιος six times as large as neut nom/voc/acc sg (ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασίοις — ἑξαπλάσιος six times as large as masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασίου — ἑξαπλάσιος six times as large as masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλασίους — ἑξαπλάσιος six times as large as masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλάσια — ἑξαπλάσιος six times as large as neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἑξαπλάσιοι — ἑξαπλάσιος six times as large as masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)